Το ΚΔΔ και η ιστορία του
Οι πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία του Κέντρου Δορυφόρων Διονύσου (ΚΔΔ) ξεκίνησαν την δεκαετία του 1960 από τον Καθηγητή της τότε «Ανωτάτης Σχολής Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών» του ΕΜΠ, κ. Γεώργιο Βέη.
Λίγα χρόνια πριν, έγινε η έναρξη της παγκόσμιας εποχής της δορυφορικής γεωδαισίας με την εκτόξευση του SPUTNIK-1 τον Οκτώβριο 1957. Ο Καθηγητής Γ.Βέης έκανε την ίδια εποχή την πρώτη μελέτη παγκοσμίως για τη χρήση των παρατηρήσεων των τεχνητών δορυφόρων στη γεωδαισία με την διατριβή του «Geodetic Applications of Observations of the Moon, Artificial Satellites and Rockets» (1958).
Στη συνέχεια, θήτευσε στο Smithsonian Astrophysical Observatory (γνωστό ως Harvard Smithsonian Center for Astrophysics, SAO) πλέον των 20 ετών. Το SAO μόλις είχε σχεδιάσει και εφαρμόσει ένα παγκόσμιο δίκτυο απο κάμερες για την παρακολούθηση τεχνητών δορυφόρων Baker Nunn Satellite Tracking Cameras. Ο Καθηγητής Γ.Βέης ηγήθηκε του προγράμματος για τη χρήση τεχνητών δορυφόρων για γεωδαιτικούς σκοπούς. Η ιδέα του για το πρόγραμμα διαφορικής βελτίωσης τροχιών, οδήγησε στην ανάπτυξη σειράς βασικών υπολογισμών της δορυφορικής γεωδαισίας. Επιπλέον, όρισε το βασικό σύστημα αναφοράς στο οποίο και σήμερα ανάγονται κινήσεις όπως η περιστροφή της γης, η μετάπτωση και η κλόνισή της και πραγματοποίησε την σύνταξη χαρτών με ακριβείς ουράνιες παρατηρήσεις απο κάμερες.
Με την επιστροφή του Καθηγητή Γ.Βέη στο ΕΜΠ στις αρχές του 1960, ουσιαστικά ξεκινάει η ανάπτυξη της δορυφορικής γεωδαισίας στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, το έτος 1966 το τότε Υπουργείο Γεωργίας προβαίνει σε παραχώρηση «εκτάσεως 30 στρεμ. εις την περιοχήν Ραπεντώσης Αττικής εις το Πολυτεχνείο Αθηνών προς εγκατάστασιν σταθμού παρακολουθήσεως τεχνητών δορυφόρων». Η αρχική ιδέα ήταν να δημιουργηθει ενας πλήρης σταθμός γεωφυσικών και μετεωρολογικών παρατηρήσεων και μελέτης του στερεού φλοιού της γης.
Με τη συνεργασία των διεθνών ερευνητικών κέντρων, τοποθετήθηκαν τα πρώτα αστρονομικά όργανα και όργανα παρατήρησης τεχνητών δορυφόρων.
Λόγω των πολύ καλών συνθηκών νυχτερινών παρατηρήσεων στο σταθμό, οι πρώτες εργασίες αφορούσαν στη χρήση οπτικών μεθόδων παρατήρησης και συγκεκριμένα με λήψη φωτογραφιών των δορυφόρων από τη Γη και τον εντοπισμό τους από τους γύρω αστέρες. Σε όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’70 ο εξοπλισμός ανενώνεται και αυξάνεται διαρκώς με αποκορύφωμα την τοποθέτηση της ΦωτοΜηχανής τύπου Schmitt, Baker Nun, μια από τις ελάχιστες παγκοσμίως, αλλά και του συστήματος Laser Ranging. Και τα δύο συντέλεσαν σημαντικά στις πρώτες ακριβέστερες εκτιμήσεις για το μέγεθος της Γης.
Το έτος 1974 θεσμοθετήθηκε επίσημα ως Εργαστήριο του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχενείου με τίτλο «Κέντρο Παρακολουθήσεως Δορυφόρων» (ΦΕΚ, Τευχ.Α, Αρ.Φ. 138/18-05-1974).
Ο δορυφορικός σταθμός του Διονύσου παγκόσμια γνωστός στο δίκτυο σταθμών ως «Dionysos» συνέβαλε σε δορυφορικά προγράμματα όπως το MERIT, MEDLAS, WEGENER και αλλα.
Το 1996 διευθυντής αναλαμβάνει ο Καθ. Δ.Παραδείσης με την πορεία του Κέντρου συνεχώς να εξελίσσεται και τις συνεργασίες, Ελληνικές και διεθνείς (όπως ΕΑΑ, IGN, CNES) να συνεχίζονται και τον εξοπλισμό να ανανεώνεται συνεχώς. Έχοντας εισέλθει ήδη στην εποχή των Παγκόσμιων Δορυφορικών Συστημάτων Εντοπισμού, εγκαθίσταται στο Κέντρο μόνιμος σταθμός παρακολούθησης GPS, ο οποίος με τις σχετικές αναβαθμίσεις, λειτουργεί μέχρι και σήμερα.
Τον Σεπτέμβριο του 2020 την διεύθυνση αναλαμβάνει η Καθηγήτρια της Σχολής Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών κ. Μαρία Τσακίρη και το Κέντρο συνεχίζει την δυναμική πορεία του στον χώρο της έρευνας της δορυφορικής γεωδαισίας και των εφαρμογών της αλλά και της εκπαίδευσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ανέκαθεν το Κέντρο Δορυφόρων Διονύσου ήταν ένας από τους πυλώνες της Σχολής Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών, με την συμμετοχή των φοιτητών συνεχή, σε επίπεδο προπτυχιακό αλλά και μεταπτυχιακό.